υποθεματιαίος

υποθεματιαίος
-ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην βάση, στα θεμέλια κτίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόθεμα, ὑποθέματος + κατάλ. -ιαῖος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”